- παντοίος
- παντοίος, ά, ον всяческий, какой попало
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
παντοῖος — of all sorts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοίος — α, ο / παντοῑος, οία, ον, ΝΜΑ ο κάθε γένους ή ο κάθε είδους, παντοδαπός, παντοειδής («παντοίᾳ τέχνῃ», Σοφ.) αρχ. 1. οποιοσδήποτε, καθένας 2. φρ. «παντοῑος γίνεται» παίρνει κάθε μορφή, δηλ. μεταχειρίζεται κάθε μέσο, κάνει το καθετί («παντοῑος… … Dictionary of Greek
παντοῖον — παντοῖος of all sorts masc acc sg παντοῖος of all sorts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοῖα — παντοῖος of all sorts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοῖαι — παντοῖος of all sorts fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοῖοι — παντοῖος of all sorts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοῖ' — παντοῖα , παντοῖος of all sorts neut nom/voc/acc pl παντοῖε , παντοῖος of all sorts masc voc sg παντοῖαι , παντοῖος of all sorts fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοία — παντοί̱ᾱ , παντοῖος of all sorts fem nom/voc/acc dual παντοί̱ᾱ , παντοῖος of all sorts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοίας — παντοί̱ᾱς , παντοῖος of all sorts fem acc pl παντοί̱ᾱς , παντοῖος of all sorts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοίων — παντοί̱ων , παντοῖος of all sorts fem gen pl παντοί̱ων , παντοῖος of all sorts masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοίως — παντοί̱ως , παντοῖος of all sorts adverbial παντοί̱ως , παντοῖος of all sorts masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)